ορολογικός

ορολογικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στην ορολογία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορολογικός — (I) ή, ό [ορολογία (Ι)] ιατρ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλάδο τής ορολογίας («ορολογική εξέταση τού αίματος») 2. φρ. α) «ορολογικές αντιδράσεις» ιατρ. οι οροδιαγνωστικές αντιδράσεις β) «ορολογική ανθρωπολογία» ανθρωπολ. οι έρευνες που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”